Το καθεστώς των συνταγματαρχών τον καταζητούσε -και αργά ή γρήγορα θα τον έβρισκε- οπότε, πήρε την απόφαση να κρυφτεί στα κρητικά βουνά. Τελικά, έζησε εκεί χωρίς να αποκαλυφθεί, ως τον Ιούλιο του ’74 -όταν η χούντα του Ιωαννίδη προκάλεσε, με το πραξικόπημα που επιχείρησε στην Κύπρο, την τουρκική απόβαση που οδήγησε στην κυπριακή τραγωδία.
Ο Μαυρογένης κρατήθηκε και βασανίστηκε στο ΕΑΤ – ΕΣΑ μετά την εξέγερση της Νομικής, τον Φεβρουάριο του ΄73. Αποφυλακίστηκε με την «αμνηστία» του Αυγούστου του ’73 -και τον Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς βγήκε στην «παρανομία».
Τους πρώτους δύο μήνες που βρέθηκε στην Κρήτη, κρυβόταν σε σπίτια φίλων του, οι οποίοι λίγο πριν τα Χριστούγεννα, μπόρεσαν να τον μεταφέρουν σε ένα μιτάτο -μία στάνη, στα κρητικά βουνά-, όπου η Χωροφυλακή δεν θα σκεφτόταν να τον ψάξει. Ωστόσο, είχε πάντα μαζί του ένα όπλο. Ακόμα και στον ύπνο του το τουφέκι βρισκόταν δίπλα από το κρεβάτι του.
Πότε ξεπέρασε τον φόβο; Όταν συνάντησε έναν ηλικιωμένο, στο χωριό Βαχός, λίγα 24ωρα πριν την πτώση της χούντας. Ο ηλικιωμένος είχε υπάρξει κρατούμενος στο κολαστήριο του Άουσβιτς και ήταν ένας από τους λίγους που κατάφεραν να βγουν ζωντανοί από εκεί. Του διηγήθηκε για ώρες πως έφτασε στον τόπο μαρτυρίου χιλιάδων αιχμαλώτων του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και του έδειξε τα σημάδια στα χέρια του, τα χαρτιά και το περιλαίμιο που είχαν τότε οι κρατούμενοι ως αναγνωριστικά.
Η φήμη του φυγά Διονύση Μαυρογένη θα έφτανε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού μέσω ενός φοιτητή ο οποίος το 1974 βρέθηκε στην Κρήτη ως τουρίστας και είχε την ευκαιρία να περάσει μαζί του τρεις μέρες στο βουνό. Ήταν ο Τόμπι Μακλέοντ ο οποίος σήμερα είναι ένας από τους πιο γνωστούς κινηματογραφιστές των ΗΠΑ. Πρόκειται για τον product director της Sacred Land Film Project με έδρα το Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια. Η εταιρεία δημιουργεί φιλμ και ντοκιμαντέρ.
Η περιπέτεια του Διονύση Μαυρογένη έγινε η βάση για μία πανεπιστημιακή εργασία του η οποία δημοσιεύθηκε στο Πανεπιστήμιο του Yale το 1976. Η συγκεκριμένη εργασία έρχεται στη δημοσιότητα μέσα από το protothema.gr, ενώ ένα μεγάλος μέρος της βασίστηκε στις σημειώσεις που είχε κρατήσει στο ημερολόγιό του. Όπως γράφει ο Μακλέοντ όταν άκουσε ότι η χούντα κυνηγούσε τον Διονύση Μαυρογένη νόμιζε ότι θα έβλεπε μπροστά του έναν «γενειοφόρο Τσε Γκεβάρα καβάλα σε άλογο που είχε πάνω από τον ώμο του ένα υποπολυβόλο».
Μαυρογένης και Μακλέοντ έμελλε να ξανασυναντηθούν πριν από τρία χρόνια μέσω των social media. Ο πρώτος ζούσε πια μία ήρεμη ζωή με την οικογένειά του ενώ ο δεύτερος ήταν πλέον ένας μεγάλος κινηματογραφιστής. Ένα μήνυμα στο Facebook ήταν αρκετό. Ο Τόμπι Μακλέοντ τον είχε εντοπίσει και του είχε στείλει ένα μήνυμα όπου του εξηγούσε ποιος ήταν. Από τότε η επικοινωνία τους έγινε συχνότερη, ωστόσο η πανδημία εμπόδισε τον κινηματογραφιστή να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά από 47 χρόνια. Όπως έλεγε σε μία από τις τελευταίες τους επικοινωνίες θα φροντίσει να έρθει στη χώρα μας το ερχόμενο καλοκαίρι.
«Μην έχοντας τι να κάνω στο βουνό και την παρανομία είπα να στρατολογήσω στη δημοκρατική αντίσταση έναν νεαρό Αμερικανό φοιτητή. Μετά από 47 χρόνια διαπίστωσα ότι είχα πετύχει τον σωστό άνθρωπο», λέει χαριτολογώντας στο protothema.gr ο Διονύσης Μαυρογένης.
Από καταζητούμενος για εσχάτη προδοσία στην απόδραση στην Κρήτη
«Όσα θα πούμε αφιερώνονται στην αιώνια μνήμη των συντροφισσών, των συντρόφων, των συναγωνιστριών και των συναγωνιστών που έφυγαν πρόωρα από τη ζωή», λέει αρχικά ο Διονύσης Μαυρογένης. Ακολούθως γυρνώντας το χρόνο πίσω θυμάται όσα μεσολάβησαν μέχρι να καταφέρει να διαφύγει από το χουντικό καθεστώς και να βρεθεί στα κρητικά όρη και στην Αγία Γαλήνη όπου έμεινε κρυμμένος μέχρι να πέσει η χούντα τον Ιούλιο του 1974.
«Αφότου βγήκα από την αυστηρή απομόνωση του ΕΑΤ-ΕΣΑ με την αμνηστία τον Αύγουστο του 1973 – έχοντας υποστεί βασανιστήρια τα οποία περιέγραψα στον Τόμπι Μακλέοντ- ακολούθησε στις 17 Νοέμβρη η αιματοβαμμένη εξέγερση του Πολυτεχνείου. Το επόμενο διήμερο είχα κρυφτεί σε ένα δωματιάκι στου Ζωγράφου και το ίδιο διάστημα κηρύχθηκα καταζητούμενος με τον νόμο 509 (νόμος περί έσχατης προδοσίας). Σε βάρος μου εκκρεμούσαν εντάλματα σύλληψης και έτσι πέρασα στην “παρανομία”», σημειώνει.
«Με το πλοίο της γραμμής λοιπόν έφτασα στην Κρήτη μετά από περιπετειώδεις συνθήκες. Το βράδυ έμεινα σε καμπίνα προκειμένου να αποφύγω τα αδιάκριτα βλέμματα. Κάποια στιγμή κατέβηκα στο μπαρ για να πάρω φαγητό. Ακριβώς απέναντί μου στεκόταν ένα ζευγάρι το οποίο με παρατηρούσε. Επέστρεψα γρήγορα στην καμπίνα και το επόμενο πρωί όταν πήγα να βγω από το καράβι ένιωσα κάποιον να μου πιάνει το χέρι. Γύρισα προς τα πίσω και είδα τον άνδρα που με κοιτούσε το προηγούμενο βράδυ. “Σε ξέρω” μου είπε “πηγαίνω και εγώ να κρυφτώ μαζί με την κοπέλα μου”. Αμέσως μετά έφυγε. Στο μεταξύ στο λιμάνι βρισκόταν η χωροφυλακή. Εάν με αναγνώριζαν θα με έπιαναν. Άδραξα την ευκαιρία και χώθηκα σε μια παρέα Ανωγειανών. Μπήκα μαζί τους σε ένα ταξί και όταν φτάσαμε στην πλατεία Ελευθερίας βγήκα έξω.
Ακολούθως έφτασα με τα πόδια στο σπίτι του αδερφού μου ο οποίος υπηρετούσε στο Ηράκλειο ως πρωτοδίκης. Έμεινα για λίγο εκεί και στη συνέχεια πήγαινα σε σπίτια φίλων, όπως ο Φίλιππος Λαμπρινός, αδερφός του σημερινού δημάρχου Ηρακλείου και του Σιαφάκα. Ο αδερφός μου ήρθε σε επαφή με έναν δημοκράτη δικηγόρο τον Μιχάλη Επιτροπάκη, με έναν επίσης φίλο του τον Πέτρο Μπρά, την αδερφή του η οποία ήταν φιλόλογος και τον Φίλιππο Λαμπρινό. Όλοι τους έκριναν ότι έπρεπε να πάω στο βουνό λίγο πριν τα χριστούγεννα του ’73.
Όταν έφτασα στα κρητικά όρη με παρέδωσαν για φύλαξη στον Μάνο Χριστοδουλάκη. Επρόκειτο για έναν πρώην Παρτιζάνο και μέλος της ομάδας του Πετρακογιώργη που είχε λάβει μέρος στην αντίσταση κατά τη διάρκεια της Κατοχής. (Η ομάδα του είχε κάνει πολλά σαμποτάζ ενώ βρισκόταν πίσω από την απαγωγή του στρατηγού Κράιπε). O Χριστοδουλάκης είχε στο βουνό ένα μεγάλο αγρόκτημα με πρόβατα. Ανέβαινε κάθε 15 με 20 μέρες και μου έφερνε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης. Στο αγρόκτημα ήταν και ένας βοσκός που φυλούσε τα πρόβατα. Λεγόταν Μάνος Φουντουλάκης και καταγόταν από ένα χωριό τη Νίθαυρη. Ζούσε εκεί με τη γυναίκα του την Φερενίκη και το μικρό παιδί τους τον Γρηγόρη, ο οποίος τότε ήταν 6-7 χρονών», συνεχίζει.
Πώς γνωρίστηκα με τον Τόμπι Μακλέοντ
«Ένα βράδυ μετά από πολύ μεγάλο διάστημα πάνω στο βουνό μου είχαν τελειώσει τα τσιγάρα και έτσι αποφάσισα να κατέβω με τα πόδια στην Αγία Γαλήνη, ένα τουριστικό χωριουδάκι στη νότια Κρήτη. Στην παραλία βρισκόταν μία ομάδα νεαρών τουριστών. Κάποια στιγμή μια κοπέλα ήρθε και με ρώτησε στα αγγλικά που μπορεί να αγοράσει τρόφιμα. Το όνομα της ήταν Λόρεν. Της έδειξα έναν φούρνο που υπήρχε ακριβώς απέναντι. Τότε με ρώτησε που ζω και αφού μιλήσαμε για λίγο της είπα ότι είμαι καταζητούμενος από τη χούντα και την προειδοποίησα να προσέξει αυτούς που φορούν γυαλισμένα παπούτσια γιατί επρόκειτο για χωροφύλακες.
“Εάν θέλετε να συζητήσουμε μπορείτε να έρθετε στο βουνό όπου μένω”, της είπα χαρακτηριστικά. Η κοπέλα πήγε κατευθείαν στον Τόμπι και του μίλησε. Έτσι λοιπόν το επόμενο πρωί και αφού πρώτα της είχα δείξει το δρόμο περπάτησαν για δύο ώρες και έφτασαν στα Ριζά του Ψηλορείτη όπου βρισκόταν και το μιτάτο του Χριστοδουλάκη.
Όσο ανέβαιναν προς το βουνό εγώ τους παρατηρούσα με τα κιάλια μου. Μάλιστα ο Τόμπι είχε μαζί του και μία φωτογραφική μηχανή. Το ίδιο βράδυ η Λόρεν έφυγε και ο Τόμπι που είχε μαζί του ένα sleeping bag έμεινε για τρεις μέρες μέσα σε μία στάνη με πρόβατα», θυμάται ο Διονύσης Μαυρογένης.
«Στις συζητήσεις που κάναμε με τον Τόμπι υπήρχαν από την πλευρά μου κάποιες σκόπιμες ασάφειες καθώς δεν ήξερα με ποιον μιλάω. Ήθελα να του δώσω να καταλάβει τι γίνεται αλλά του έλεγα και κάποια μικρά ψέματα. Παρόλα αυτά εκείνος καταλάβαινε τα πάντα. Για παράδειγμα ο Τόμπι γράφει ότι με έκρυβαν στο κτήμα του αδερφού του πατέρα μου. Φυσικά δεν υπήρχε κανένας αδερφός αλλά ο μόνος που υπήρχε ήταν ο φίλος του αδερφού μου. Μάλιστα όλοι στην Κρήτη με ήξεραν ως Μάνο και όχι ως Διονύση», λέει ακόμη στο protothema.gr.
«Ο Τόμπι είχε πέσει από τα σύννεφα με αυτά που είδε. Προτού η Λόρεν και ο Τόμπι αναχωρήσουν από την περιοχή τους έδωσα τη διεύθυνση του σπιτιού μου στην Αθήνα και τους είπα ότι εάν πέσει η χούντα και ζούμε ακόμη στείλτε μου ένα γράμμα και θα το λάβω. Πράγματι μου έστειλαν γράμματα τα οποία έχω κρατήσει στο προσωπικό μου αρχείο.Αφότου έφυγε δεν ειδωθήκαμε ποτέ ξανά. Το επόμενο διάστημα μου είχε στείλει και άλλα γράμματα αλλά ήρθε η μεταπολίτευση και έπρεπε να ασχοληθώ με την οργάνωση της ζωής μου. Ώσπου πριν από τρία χρόνια είδα ένα μήνυμα στο Facebook που έλεγε ότι “είμαι ο Τόμπι Μακλέοντ που γνωριστήκαμε στην Κρήτη τον Μάη του 74″», σημειώνει ακόμη και προσθέτει πως «με πήρε τηλέφωνο μετά από λίγο καιρό και μου είπε “θα σου στείλω κάτι και θα μιλήσουμε”. Πράγματι μου έστειλε όσα είχε γράψει σε μια εργασία το 1976 για τη συνάντηση μας μαζί με κάποιες φωτογραφίες που είχε τραβήξει με τη φωτογραφική του μηχανή. Έπαθα πλάκα όταν είδα τον εαυτό μου σε ηλικία 25 ετών και τους άλλους ανθρώπους σε εκείνες τις φωτογραφίες. Επίσης δείτε τις πολιτικές του κρίσεις. Το κείμενο του δείχνει τον δημοκράτη Αμερικανό που παρότι είναι μεσοαστός έχει ευαισθησίες. Να σκεφτείτε ότι σε ένα από τα τελευταία γράμματα που μου έστειλε πρόσφατα αποκαλούσε τον Τραμπ “ημιφασίστα”», επισημαίνει.
«Επίσης στα γράμματα του μου γράφει ότι “είναι το όνειρο της ζωής μου να γυρίσω στην Ελλάδα μετά από 47 χρόνια για να σε ξαναδώ”. Τον περίμενα να έρθει φέτος αφού πρώτα θα πήγαινε σε ένα συνέδριο στη Γαλλία αλλά λόγω κορωνοϊού δεν τα κατάφερε. Μου είπε όμως ότι θα έρθει του χρόνου το καλοκαίρι», υπογραμμίζει ακόμη ο Διονύσης Μαυρογένης.
«Αφότου έφυγε ο Τόμπι άρχισε για μένα μία πιο ζόρικη περιπέτεια. Αναγκάστηκα να φύγω από το βουνό και να κατέβω στην Άρβη σεμία τεράστια παραλία τον Κερατόκαμπο. Αυτοί που είχαν αναλάβει να με προσέχουν με εγκατέστησαν εκεί και παρίστανα τον μηχανικό. Όσο έμεινα στην περιοχή ερχόταν ένα ζευγάρι Ιταλών τουριστών για μπάνιο. Είχαμε γνωριστεί και μία μέρα τους έκανα το τραπέζι με καραβίδες που μου έφερνε ο ψαράς κουνιάδος του Μάνου Επιτροπάκη. Η τροφοδοσία γινόταν κυρίως τα πρωϊνά όταν περνούσε με τη βάρκα του και μου άφηνε ψάρια.
Οι Ιταλοί έπαθαν την πλάκα τους και για να με ευχαριστήσουν με κάλεσαν να πάω στην Άρβη. Εγώ αρνήθηκα πεισματικά και τότε κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει. Οι Ιταλοί ήταν αριστεροί ενώ η Λουτσία προερχόταν από μεγάλη αριστερή οικογένεια του Μπέργκαμο και οι γονείς της ήταν Παρτιζάνοι. Μία νύχτα λοιπόν ακούω τη Λουτσία να φωνάζει “ξύπνα έγινε πραξικόπημα στην Κύπρο”. Πράγματι σηκώθηκα και άνοιξα το ραδιόφωνο. Ήταν η 15η Ιουλίου του 1974 όταν άκουσα στον ραδιοφωνικό σταθμό της Πάφου το μήνυμα του Αρχιεπισκόπου Μακάριου», θυμάται.
Τα γεγονότα της Κύπρου με πρόλαβαν και δεν μπάρκαρα για τη Λιβύη
«Μέχρι να πέσει η χούντα μου συνέβησαν ακόμα πιο φοβερά πράγματα που έμειναν χαραγμένα για πάντα στη μνήμη μου. Οι άνθρωποι πουείχαν φροντίσει να μεταφερθώ στην Κρήτη ανέλαβαν να με πάνε από το βουνό στο Ηράκλειο. Θα έμενα στο οδοντιατρείο του Φίλιππου Λαμπρινού, αδερφού του σημερινού δημάρχου της πόλης.
Να σκεφτείτε ήμουν έτοιμος να μπαρκάρω από τους Καλούς Λιμένες για τη Λιβύη μέσω ενός γκαζάδικου που είχε ο Kονιαλίδης, ο γαμπρός του Αριστοτέλη Ωνάση. Η φίλη μου και συναγωνίστρια Νίνα Αγγελοπούλου η οποία ήταν δικηγόρος της ναυτιλιακής του Κονιαλίδη είχε κατέβει η ίδια στην Κρήτη για να βοηθήσει στην φυγή μου. Ωστόσο έγινε το πραξικόπημα στην Κύπρο και εντέλει παρέμεινα εκεί. Γινόταν χαμός. Είχε κηρυχθεί επιστράτευση και η χούντα έπεφτε», συμπληρώνει ο Διονύσης Μαυρογένης.
Η παραμονή μου στο σπίτι του κρατούμενου του Άουσβιτς – Μπιργκενάου
«Προτού όμως φτάσω στο Ηράκλειο ο Επιτροπάκης με άφησε σε ένα χωριό τον Βαχό που βρίσκεται κοντά στη Βιάννο. Εκεί ζούσε ο πεθερός του και η πεθερά του. Μαζί τους έμεναν και τα δύο παιδιά του. Ένα βράδυ λοιπόν με πήγε σπίτι τους. Μου λέει τότε ο παππούς με βαριά κρητική προφορά “κάτσε και μη μιλάς”. Όταν πήγα να του πω κάτι μου επανέλαβε “μην μιλάς, πρώτα θα φάμε”. Τελειώσαμε το φαγητό η γυναίκα του έφυγε και μείναμε οι δυο μας. Τότε σηκώθηκε και πήγε μέσα σε ένα δωμάτιο. Γύρισε έχοντας μαζί του ένα κασονάκι. Το άνοιξε και έβγαλε από μέσα κάτι χαρτιά και ένα σιδερένιο περιλαίμιο που φορούσαν οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί. Αμέσως μου σηκώνει το μανίκι του ρούχου που φορούσε και είδα κάτι στάμπες πάνωστο χέρι του. Ξεκίνησε να μου λέει την ιστορία του και έπαθα σοκ», υπογραμμίζει ακόμη.
«Αυτός ο άνθρωπος υποχωρώντας από το αλβανικό μέτωπο συνελήφθη στην Ήπειρο από τους Ιταλούς και παραδόθηκε στους Γερμανούς στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στο Άουσβιτς Μπιργκενάου. Ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους που επέζησαν και επέστρεψε στην Κρήτη τη μέρα που ήταν το μνημόσυνο για τα έξι χρόνια από τον θάνατο του. Τελειώνοντας την κουβέντα μου λέει στα κρητικά “κατάλαβες; Τώρα πήγαινε να θέσεις και μην μου πεις τίποτα. Τα δικά σου δεν είναι τίποτα. Το πρωί θα πάμε να πιούμε καφέ στο καφενείο”. Τότε του λέω “μα πως; θα μας δουν”. Εκείνος με απίστευτη ηρεμία μου απάντησε πως “όταν είμαι εγώ δεν μιλάει κανείς”», λέει συνεχίζοντας τη διήγησή του.
Πώς κατάφερε να μου σπάσει τον φόβο
«Έτσι λοιπόν πήγαμε στο μικρό καφενείο του χωριού, όπου υπήρχε ένα τραπεζάκι κάτω από ένα δέντρο. Καθίσαμε εκεί και του είπα πάλι τους φόβους μου. “Εδώ δεν μιλάει κανείς. Θα κάτσεις να πιεις καφέ”, μου απάντησε κοφτά και με εκείνη τη βαριά κρητική προφορά ο γέρος. Μετά από δύο ώρες μου λέει “σήκω πάμε για φαγητό. Κατάλαβες γιατί κάναμε αυτό το πράγμα με το καφενείο; Για να μάθεις να μην φοβάσαι”. Ήθελε να μου σπάσει το φόβο και τα κατάφερε», επισημαίνει ακόμη.
«Όλα αυτά που πέρασα εγώ δεν ήταν τίποτα μπροστά σε όσα είχαν περάσει άνθρωποι σαν και τον γέρο στο Βαχό. Οι διωκόμενοι έχουν δύο κατηγορίες συναισθημάτων. Α) Όταν βρίσκονται στη φυλακή λειτουργεί το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και β) της απόδρασης. Θέλεις δεν θέλεις όταν είσαι στην “παρανομία”, μέχρι την τελευταία στιγμή σε κυνηγάει ο φόβος. Πολύ απλά επειδή δεν μπορείς να ελέγξεις την επιβίωση σου. Η “παρανομία” είναι πιο ζόρικο πράγμα. Εγώ φοβόμουν μέχρι και την τελευταία στιγμή. Αν δεν έπεφτε η χούντα και έπεφτα στα χέρια τους θα ακολουθούσε στρατοδικείο και μετά θα με σκότωναν», τονίζει συγκινημένος ο Διονύσης Μαυρογένης.
Τόμπι Μακλέοντ: Νόμιζα ότι θα δω μπροστά μου τον Τσε Γκεβάρα
«”Θα προτιμούσα να είμαι ελεύθερος στον τάφο μου παρά να ζω ως μαριονέτα ή σκλάβος”. Ξέρω τι θα έλεγε ο Διονύσης για αυτή τη φράση εάν είναι ακόμα ζωντανός. Δεν έχω ακούσει τίποτα γι’ αυτόν από τότε που αποχαιρετηθήκαμε τον Μάιο του 1974 στο νησί της Κρήτης. Υποθέτω ότι τώρα είναι ζωντανός και ελεύθερος. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου εκείνο το καλοκαίρι όταν έμαθα ότι οι φασίστες στην Αθήνα είχαν εγκαταλείψει τα ηνία της εξουσίας. Και όμως, όπως το σκέφτομαι τώρα, συνειδητοποιώ πως ότι μας λένε «τα μέσα» και η κυβέρνηση των ΗΠΑ για το τι συμβαίνει στην άλλη πλευρά της γης μπορεί να είναι επικίνδυνα μακριά από ολόκληρη την αλήθεια. Όμως δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Δεν έχει απαντήσει σε καμία από τις επιστολές μου. Ελπίζω να είναι ζωντανός και ελεύθερος τώρα…σίγουρα του αξίζει να είναι.
Ναι, ξέρω τι θα έλεγε ο Διονύσης για αυτά που γράφω. Κάλλιστα θα μπορούσε να είναι αυτός που τα έγραψε. Θυμάμαι πόσο βαθιά εντύπωση έκανε στην αφελή μικρή μου ψυχή, όταν ο Διονύσης και εγώ καθόμασταν και μιλούσαμε σε εκείνο το πρωτόγονο σπίτι που βρίσκεταιανάμεσα στα καταπράσινα και βραχώδη βουνά της Κρήτης και συνειδητοποίησα ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν διατεθειμένος να βασανιστεί και να πεθάνει για μια τόσο αφηρημένη – και όμως κρίσιμη – έννοια όπως είναι η ελευθερία», γράφει στην εργασία του ο Τόμπι Μακλέοντ.
«Για κάποιον που μεγάλωσε στην ασφάλεια της λευκής μεσαίας τάξης της Αμερικής, κάποιον που μεγάλωσε ενδοσκοπικά και αυτοπροσανατολιζόμενος σε όλο και πιο απολίτικους καιρούς, για κάποιον που πάντα άκουγε πολλά για τον ολοκληρωτισμό και τον Χίτλερ, αλλά που δεν είχε ποτέ πραγματικά χρειαστεί να νιώσει ο ίδιος το νόημα αυτών των πραγμάτων, η ιδέα του να δώσω τη ζωή μου για έναν σκοπό ή για τους συντρόφους μου ή για τα παιδιά μου, ήταν ξένη», συμπληρώνει ο κινηματογραφιστής.
«Και καθώς σκέφτομαι αυτές τις ιδέες, ακούω τον Ρώσο Αλέξανδρο Σολζενίτσυν που μιλούσε χθες στο Παρίσι και προειδοποιούσε ότι κατά τη γνώμη του η ίδια η ύπαρξη των Δυτικών δημοκρατιών βρίσκεται τώρα σε κίνδυνο επειδή “κανείς δεν είναι πρόθυμος να πεθάνει” πια για την ελευθερία.
“Ο χρόνος έχει διαβρώσει την ιδέα της ελευθερίας σας. Κρατήστε τη λέξη (που κατακτήθηκε ως “ιερή έννοια” τον 18ο αιώνα) αλλά δημιουργήστε μια άλλη έννοια: την ελευθερία χωρίς υποχρέωση και ευθύνη”. Αυτή η έννοια έχει γίνει όλο και περισσότερο θολή σε όλο τον κόσμο τα τελευταία χρόνια καθώς το 1984 βρίσκεται πιο κοντά. Αυτό ίσχυει διαίτερα το 1973. Στη Χιλή, το Βιετνάμ, τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Ιρλανδία, και την Ελλάδα, πολλοί άνθρωποι έδωσαν τη ζωή τους και πήραν τις ζωές άλλων στα βίαια πεδία μάχης της ιδεολογίας και της πολιτικής εξουσίας», τονίζει με νόημα.
Γράφει χαρακτηριστικά στην εργασία του ο Τόμπι Μακλέοντ:
«Σε έναν κόσμο που διαταράσσεται οικονομικά και πολιτικά από την ενεργειακή κρίση ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός, η ανεργία, ο λιμός, ο ιμπεριαλισμός και η ελευθερία ήταν ζητήματα που και αμφισβητήθηκαν και σε πολλές περιπτώσεις ξεχάστηκαν. Στην Ελλάδα ήταν που αντιμετώπισα πολιτικές πραγματικότητες αυτού του κόσμου και αναγκάστηκα για πρώτη φορά να νιώσω τη σοβαρότητα της ζωής και του θανάτου.
Το 1944 οι συμμαχικές δυνάμεις απελευθέρωσαν την Ελλάδα από τη γερμανική κατοχή και την διεκδίκησαν ως μέρος της δυτικής συμμαχίας. Με τον κομμουνισμό στην εξουσία στην κοντινή Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία και τη Βουλγαρία, και με ένα ισχυρό στρατό ανταρτών του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου να πολεμά αυτό που μετατράπηκε σε εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, οι δυνάμεις του αντικομμουνισμού ανέλαβαν δράση.
Υπό το δόγμα του Τρούμαν (με το οποίο δόθηκε βοήθεια σε χώρες που κινδύνευαν από τον κομμουνισμό) το Κογκρέσο των ΗΠΑ έστειλε 400.000.000 δολάρια στην Ελλάδα και την Τουρκία με σκοπό να ανοικοδομήσει αυτές τις χώρες και να βοηθήσει στην αποκατάσταση της τάξης. Το 1952 η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ και έγινε βασική βάση για την αμερικανική μεσογειακή στρατιωτική δραστηριότητα.
Η Αθήνα το 1973 ήταν ο σκοπός του ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών για το μεγαλύτερο λιμάνι του στη Μεσόγειο. Καθώς έκανα πεζοπορία σε όλη την Ελλάδα, με «χτύπησε» ο αριθμός των βάσεων των ΗΠΑ που συνέχισαν να εμφανίζονται εδώ και εκεί και φαινομενικά παντού. Το 1971, η ροή της στρατιωτικής βοήθειας στην ελληνική κυβέρνηση είχε αποκατασταθεί για πρώτη φορά μετά το πραξικόπημα του 1967 και 56.000.000 δολάρια σε τανκς και αεροπλάνα στάλθηκαν σε μια χώρα ελαφρώς μεγαλύτερη από την πολιτεία της Νέας Υόρκης.
Το 1972 η κυβέρνηση των ΗΠΑ πούλησε δύο μοίρες των βομβαρδιστικών Phantom P-4 στην ελληνική κυβέρνηση. Αυτός ο εξοπλισμός φαίνεται να ήταν εξίσου αποτελεσματικός σαν ένα μέσο συντήρησης της εσωτερικής σταθερότητας όσο και σαν μια παροχή ενός μέσου άμυνας στην νοτιοανατολική πλευρά της ελεύθερης Ευρώπης.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, κοινοί ισχυρισμοί για βασανιστήρια των Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων δεν επιβεβαιώνονταν, δεν ακούγονταν και ως επί το πλείστον απορρίπτονταν καθώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπαθούσε ξανά να βαδίσει στις μύτες των ποδιών πάνω στη δύσκολη γραμμή μεταξύ σκοπού και μέσων: Δηλαδή μεταξύ της στήριξης μιας πιθανής μη-κομμουνιστικήςδημοκρατίας και μίας η οποία από το 1967 ήταν εντελώς καθαρά φασιστική.
Στρατηγικά (και υποθέτω ότι αυτό είναι που μετράει) είχε νόημα καθώς η Ελλάδα στεγάζει μεσογειακές βάσεις “κλειδιά” ενώ βρίσκεται σε καθοριστικής σημασίας γειτνίαση με τη Μέση Ανατολή και την Σοβιετική Ένωση (σ.σ Ρωσία) εκεί στην εκτεθειμένη νοτιοανατολική πλευρά της Ευρώπης και εκτός αυτού, ήταν ο τόπος της εκτεταμένης στρατιωτικής και επιχειρηματικής επένδυσης που χρειάζεται προστασία.
Τους τελευταίους μήνες του 1973 η στρατιωτική δικτατορία του Γεωργίου Παπαδόπουλου έκανε αρκετά βήματα προς την ελευθερία και τον εκδημοκρατισμό της Ελλάδας. Η μοναρχία καταργήθηκε και διακηρύχθηκε η δημοκρατία. Πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για την επικύρωση των αλλαγών και ο Παπαδόπουλος ήταν ο μόνος υποψήφιος για την προεδρία.
Τον Αύγουστο του 1973 μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του απελευθέρωσε 350 πολιτικούς κρατούμενους, με τον φίλο μου τον Διονύση να βρίσκεται ανάμεσά τους ενώ υποσχέθηκε ελεύθερες εκλογές το 1974. Μέχρι τον Νοέμβριο, ένας ολοένα και πιο ανυπόμονος και δύσπιστος πληθυσμός φοιτητών κινήθηκε ώστε να αμφισβητήσει τις φαινομενικά μάταιες υποσχέσεις ενός φασιστικού καθεστώτος.
Ακολούθησαν διαδηλώσεις με απαιτήσεις τον ελεύθερο λόγο και τις ελεύθερες φοιτητικές και εθνικές εκλογές. Η έκρηξη οδήγησε σε μία ανοιχτή σύγκρουση ανάμεσα σε αστυνομία με τη βοήθεια του στρατού και των φοιτητών.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός του κατεχόμενου Πολυτεχνείου Αθηνών μετέδωσε το μανιφέστο που είχε γράψει ο Διονύσης και τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου και έδινε φωνή στις απαιτήσεις των φοιτητών. Οι φοιτητές καλούσαν από τα μεγάφωνα τους εργαζομένους να ενωθούν μαζί τους στη μάχη κατά της καταπιεστικής κυβέρνησης. Από όλη την Αθήνα υπήρχε μια ροή κίνησης προς το πανεπιστήμιο.
Οι μητέρες έφερναν φαγητό και ρούχα στους εμπόλεμους φοιτητές ενώ οι αγρότες με πιρούνες και τσάπες ριγμένες πάνω στους ώμους τους κινήθηκαν προς υποστήριξη της εξέγερσης. Την ίδια στιγμή τα τανκς αμερικανικής κατασκευής προέλαυναν με μια απαλή σιγοβροντή στους αθηναϊκούς δρόμους έχοντας κατεύθυνση το Πολυτεχνείο.
Τα τανκς έσπασαν το μαύρο σιδερένιο φράχτη που περιβάλλει το πανεπιστήμιο συνθλίβοντας τα πάντα και τους πάντες στο πέρασμά τους. Στη συνέχεια με τα πολυβόλα τους εξαπέλυσαν πυρά σε κόσμο που παρακολουθούσε από τα μπαλκόνια καθώς και σε νεαρούς κινούμενους στόχους.
Αν και οι επίσημες αναφορές μετά την καταστολή της εξέγερσης μιλούσαν για 13 νεκρούς, οι πραγματικοί αριθμοί έκαναν λόγο για εκατοντάδες. Πολλοί από τους νεκρούς ήταν φοιτητές καθώς και μικρά παιδιά που έτρεχαν στους χαοτικούς δρόμους ενθουσιασμένα με όλη τη δράση αγνοώντας τη σοβαρότητα του συγκεκριμένου παιχνιδιού. Μετά το Πολυτεχνείο ακολούθησε σκηνικό βίας αλλά το και πραξικόπημα υπό την καθοδήγηση του αρχηγού της ΕΣΑ Δημητρίου Ιωαννίδη».
Το ταξίδι στην Ελλάδα και την Κρήτη
Όπως περιέγραφε ο ίδιος «τον Απρίλιο του 1974 ήμουν στην Ελλάδα. Η σιγή και η ειρήνη που επικρατούσε στην Αθήνα ήταν λιγότερο ενδιαφέρουσες σε μένα από την υπόλοιπη χώρα. Τα νησιά, οι άνθρωποι, το πνεύμα της ζωής διαπερνούσαν κάθε ηλιόλουστη μέρα. Έτσι λοιπόν πήγα στην Κρήτη. Η μαγεία των ελληνικών νησιών αναβλύζει από τη διαχρονικότητα που αισθάνεται κανείς μέσα στην ομορφιά του καθαρού γαλαζοπράσινου νερού, τα μαγευτικά βουνά και τον φωτεινό μπλε ουρανό.
Η Κρήτη ήταν ένα μαγικό μέρος που ζωντανεύει τον Απρίλιο με μια έκρηξη αγριολούλουδων. Εκατοντάδες κατσίκες και τα νεογέννητα τους περιπλανούνταν στις πολύχρωμες πλαγιές. Τα ζώα ακολουθούσαν γέροι, βοσκοί με ρυτίδες ενώ στον αέρα ακούγονταν τα κουδούνια υπό τους ήχους του ding dong». Στη συνέχεια ο Τόμπι Μακλέοντ παραθέτει σημειώσεις από το ημερολόγιο του όπου είχε γράψει πως γνώρισε τον Διονύση Μαυρογένη.
«Έγραψα στο ημερολόγιό μου: Πριν από λίγη ώρα κολυμπούσα στη Μεσόγειο Θάλασσα. Όπως κολυμπούσα προς τα δυτικά ήταν η ώρα που έδυε ο ήλιος. Κοιτούσα προς τα κάτω και είδα τους βράχους να ξεκουράζονται στο αμμώδες έδαφος της υποβρύχιας κοιλάδας. Σηκώνοντας το κεφάλι μου για να πάρω αέρα μέσα από τις φυσαλίδες της αναπνοής μου κοίταξα προς τα βόρεια, προς την παραλία για να δω τις χιονισμένες κορυφές στο κέντρο του νησιού να υψώνονται μεγαλόπρεπα από το νερό.
Περιστρέφοντας την πλάτη μου κοίταξα προς στην φλογερή μπάλα – τον ήλιο – στον ουρανό και για μια σύντομη στιγμή εμφανίστηκε ένα ουράνιο τόξο σε μια σταγόνα νερό στη γωνία του ματιού μου. Από κάπου πολύ μακριά τα αυτιά μου άκουσαν το παράξενο γκάρισμα ενός γαϊδουριού. Το μέρος αυτό ήταν τόσο μακριά από τις πολιτικές ανησυχίες της Αθήνας. Ήταν η Κρήτη όπως ήταν για χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια. Ήταν εκεί που συνάντησα τον φυγά Διονύση κρυμμένο στη διαχρονικότητα των βουνών.
Η Λόρεν με την οποία ταξιδεύαμε μαζί τον είχε συναντήσει ένα απόγευμα που περπατούσε κάτω στην παραλία κοντά στο μικρό χωριό της Αγίας Γαλήνης όπου μέναμε. Η Λόρεν είχε σταματήσει να ζητήσει οδηγίες από έναν νεαρό Έλληνα που περπατούσε στην παραλία και άρχισαν να μιλούν. Εκείνος την κάλεσε να έρθει στο σπίτι του για αναψυκτικά μιας και είχαν περάσει μήνες από τότε που είχε καταφέρει να μιλήσει σε κάποιον. Στη συνομιλία που ακολούθησε ο Διονύσης της είπε ότι κρυβόταν από την αστυνομία και έτσι όταν προσφέρθηκε να με πάει στο σπίτι του την επόμενη μέρα, δεν άφησα την ευκαιρία να πάει χαμένη.
Περπατήσαμε έναν μακρύ και σκονισμένο δρόμο που οδηγούσε στα βουνά. Το μικρό πέτρινο σπίτι βρισκόταν πίσω από τη βάση μιας από τις πανύψηλες κορυφές και κρυβόταν καλά στα περίχωρά του. Όταν ξεκινήσαμε από το δρόμο ένας σκύλος γάβγισε και νόμιζα ότι είδα έναν άνδρα με κιάλια να μας κοιτάζει από το σκοτάδι της ανοιχτής πόρτας (σ.σ ο άνθρωπος που τους παρακολουθούσε ήταν ο Διονύσης Μαυρογένης). Προσπάθησα να χαλαρώσω και να προσποιηθώ ότι δεν είχα κόμπο στο στομάχι μου. Όταν ήμασταν περίπου 50 μέτρα από το σπίτι βγήκε από μέσα ο Διονύσης με το χαμόγελο στα χείλη του και μας χαιρετούσε.
Φορούσε πράσινο χακί παντελόνι και ένα μάλλινο λευκό πουλόβερ. Καθώς μας υποδέχτηκαν θερμά τα βαθιά καστανά μάτια του και οι χειραψίες του που ενέπνεαν εμπιστοσύνη, ένιωσα μια ελαφριά απογοήτευση. Ή μήπως ήταν ανακούφιση; Η φαντασία μου είχε δημιουργήσει εικόνες ενός γενειοφόρου Τσε Γκεβάρα καβάλα σε άλογο που είχε πάνω από τον ώμο του ένα υποπολυβόλο. Στην πρώτη του εμφάνιση ήταν ένας τόσο συνηθισμένος τύπος.
Εκείνο το βράδυ η Λόρεν επέστρεψε στην Αγία Γαλήνη αλλά εγώ έμεινα μαζί με τον Διονύση για τρεις ημέρες. Περπατούσαμε στα βουνά, μιλώντας για τον ελληνικό λαό και τον υπέροχο τρόπο ζωής του, για την πολιτική και τη CIA καθώς και για τα συναρπαστικά γεγονότα που οδήγησαν στην τοποθέτησή του στην τρίτη θέση μιας λίστας με 200 άτομα που η ελληνική στρατιωτική κυβέρνηση ήθελε να βρεθούν πίσω από τα κάγκελα της φυλακής.
Η γη στην οποία κρυβόταν ο Διονύσης ανήκε σε ένα από τα αδέρφια του πατέρα του. Ένας βοσκός, η σύζυγός του και ο μικρός γιος τους ζούσαν στο μικρό σπίτι, φροντίζοντας τις κατσίκες, αρμέγοντας τες, δύο φορές την ημέρα και κάθε πρωί έφτιαχναν τυρί. Ο ρυθμός της ζωής ήταν αργός ενώ κυριαρχούσε η ηρεμία στην ατμόσφαιρα.
Αν και ο Διονύσης δεν είχε τίποτα ουσιαστικό για να μιλήσει με την οικογένεια και ως εκ τούτου συχνά βαριόταν να είναι μόνος του, συνέχισε να λέει «αυτή είναι ζωή». (σ.σ το μέρος όπου κρυβόταν ο Μαυρογένης όπως μας περιέγραψε παραπάνω ο ίδιος δεν άνηκε σε συγγενικό αλλά σε φιλικό του πρόσωπο)
Παρά τη δύσκολη κατάστασή του φάνηκε να διατηρεί μια ζεστή και χαλαρή ευθυμία. Ένιωσα συνεχώς την περίεργη αντίθεση ανάμεσα σε έναν άνθρωπο σε ειρήνη με τον εαυτό του και σε ένα άγρυπνο ζώο που βρίσκεται επιδέξια ένα βήμα μπροστά από τον κυνηγό. Ο Διονύσης πέρασε την περίοδο αδράνειάς του βοηθώντας στο άρμεγμα με τις κατσίκες, ακούγοντας ένα μικρό φορητό ραδιόφωνο ενώ ασχολούνταν με το νέο χόμπι του που ήταν η αρχαιολογία. Με πήρε στα χωράφια και μου έδειξε τα αγγεία και τις κανάτες που είχε ανακαλύψει και έπαιρνε μαζί ενώ έσκαβε μια μικρή τρύπα στο έδαφος με ένα κουτάλι και ένα κατσαβίδι.
Καθώς περπατήσαμε κατά μήκος του σκονισμένου βραχώδους χωραφιού έσκυβε συνεχώς και μάζευε μικρά κομμάτια από λεία πέτρα τα οποία ακολούθως καθάριζε και αποκάλυπτε ζωγραφιές από ψάρια, ανθρώπους και άλλα γεωμετρικά σχέδια.
Κομμάτια από αγγεία τριών χιλιάδων ετών, διάσπαρτα γύρω σε όλο το χωράφι…μια άλλη Κνωσός; Θα πίστευα οτιδήποτε σε αυτό το σημείο. Σιγά σιγά, η ιστορία του ξεδιπλώθηκε μπροστά μου. Ο Διονύσης ήταν ένας από τους επικεφαλής των παράνομων ριζοσπαστικών φοιτητικών οργανώσεων στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας που καθοδηγούσαν τη δημοφιλή αναταραχή και τις κορυφαίες διαδηλώσεις για ελεύθερη έκφραση, ελεύθερες εκλογές και ένα τέλος στις καταπιέσεις της στρατιωτικής κυβέρνησης.
Πέρα από αυτό ήθελε να παντρευτεί την κοπέλα του, να ολοκληρώσει το πτυχίο του και να γίνει φαρμακοποιός. Μια νύχτα τον Φεβρουάριο του 1973 σε μία περίοδο φοιτητικής βίας και κατοχής της Νομικής Σχολής της Αθήνας, η πόρτα του σπιτιού του γκρεμίστηκε και μπροστά στα μάτια της οικογένειάς του ξυλοκοπήθηκε και οδηγήθηκε στη φυλακή.
Ήταν ένας από τους σαράντα που συνελήφθησαν εκείνο το βράδυ και πέρασε τους επόμενους έξι μήνες στη φυλακή. Για τις πρώτες πέντε ημέρες αναγκάστηκε να μείνει όρθιος και ξύπνιος. Τον χτυπούσαν στο πρόσωπο και τον μαστίγωναν στα πόδια σε μία προσπάθεια να “σπάσουν” τη θέλησή του. Προσπαθώντας να πάρουν από εκείνον τα ονόματα άλλων φοιτητών έβαλαν μεταλλικούς κρίκους γύρω από το κεφάλι και τα γεννητικά όργανά του. Έσφιγγαν και τα δύο μέρη του σώματός του.
Μου έδειξε τα σημάδια στο μέτωπό του. «Μίλησες Διονύση;», τον ρώτησα. «Μπόρεσα να παραμείνω σιωπηλός μόνο για τρεις μήνες. Μετά δεν μπορούσα πλέον να αντέξω τον πόνο. Τους έδωσα πληροφορίες και ονόματα με την ελπίδα ότι οι φίλοι μου ήταν με ασφάλεια έξω από τη χώρα. Από τους σαράντα που συνελήφθησαν μαζί μου, δεκαεννέα μπόρεσαν να παραμείνουν σιωπηλοί για έξι ολόκληρους μήνες. Κάποια στιγμή ο λοχαγός που ήταν επικεφαλής της φυλακής έβαλε να φέρουν τη μητέρα μου να με δει, είναι 70 χρονών. Δεν ξέρω γιατί το έκαναν αυτό. Υποθέτω ότι πίστευαν πως βλέποντάς την θα “έσπαγα”. Ο λοχαγός στάθηκε και κοίταξε καθώς η μητέρα μου κατέρρευσε με το που με είδε».
«Ήταν απαίσιο. Νιώθεις ότι θέλεις να τον σκοτώσεις για αυτό που έκανε αν έχεις ποτέ την ευκαιρία;», τον ρώτησα. «Όχι, αυτός είναι ο δικός τους τρόπος», μου απάντησε. «Θέλω να τον φέρω ενώπιον του δικαστηρίου και να τον δω να καταδικάζεται εις θάνατον για τα πράγματα που έχει κάνει. Αυτή είναι η δικαιοσύνη», μου είπε.
Βγήκε από τη φυλακή τον Αύγουστο του 1973 όταν ο Παπαδόπουλος κήρυξε τη γενική αμνηστία και αμέσως γύρισε πίσω στον αγώνα του. Όταν οι αρχές έθεσαν αυστηρούς κανονισμούς για τις εκλογές των φοιτητών που θα γίνονταν το φθινόπωρο, οι φοιτητές συνειδητοποίησαν ότι όλες οι υποσχέσεις για δωρεάν εκλογές ήταν μάλλον ψευδείς.
Και πάλι οι φοιτητές κατέλαβαν το πανεπιστήμιο και πάλι η εξέγερση κατεστάλη. Αν και αυτή τη φορά υπήρχε πολλή βία. Καθώς τα τανκς συγκεντρώθηκαν στο Πολυτεχνείο ο Διονύσης ήταν ένα από τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης. Η Επιτροπή είχε γράψει το μανιφέστο που εκφωνούσαν οι φοιτητές από το μικρόφωνο του ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου. Έβλεπε από το παράθυρο τα τανκς να γκρεμίζουν τις πύλες του Πολυτεχνείου και με τη βοήθεια της αστυνομίας άνοιγαν πυρ εναντίον όσων έβλεπαν μπροστά τους.
Στη σύγχυση που ακολούθησε η αστυνομία συνέλαβε όλους όσους βρίσκονταν στο κατεχόμενο κτίριο. Ο Διονύσης κατάφερε και μπήκε σε ένα ασθενοφόρο και ξέφυγε από τον άμεσο κίνδυνο. Κρύφτηκε για δύο μέρες στο σπίτι ενός γιατρού.
«Ο γιατρός επικοινώνησε με την οικογένειά μου και κανονίστηκε ότι θα επιβιβαζόμουν κρυφά σε ένα ψαροκάικο που θα με πήγαινε στο Ηράκλειο στην Κρήτη (σ.σ άλλη μία ασάφεια καθώς είχε φτάσει στην Κρήτη με το πλοίο της γραμμής). Όταν έφτασα εκεί κρύφτηκα σε ένα μικρό δωμάτιο για δύο μήνες. Σχεδόν τρελάθηκα, αλλά δεν μπορούσα να δείξω το πρόσωπό μου στους δρόμους. Το μέρος ήταν γεμάτο από αστυνομία για μήνες μετά το πραξικόπημα και θα με αναγνώριζαν αμέσως. Όλοι έχουν την εικόνα μου», μου έλεγε ο Διονύσης.
«Και τώρα ζω μια ήσυχη ζωή στα βουνά και πρέπει να είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή σε περίπτωση που έρθουν για μένα», μου είπε ακόμη. «Που θα πας εάν έρθουν;» τον ρώτησα και εκείνος μου αποκρίθηκε πως «γνωρίζω αυτές τις βρύσες, τα μονοπάτια, τις σπηλιές, τα μέρη όπου κοιμούνται οι βοσκοί όταν πηγαίνουν με τις κατσίκες στην πιο ψηλή γη. Θα κρυβόμουν σε αυτά τα μέρη. Ξέρεις, αν δεν θυμόμουν τα βασανιστήρια τόσο καθαρά, νομίζω ότι θα μπορούσα να αφήσω αυτή τη ζωή και να ρισκάρω να γυρίσω πίσω. Αλλά τότε, αυτό θα ήταν ανόητο. Περιμένω λοιπόν να συμβεί κάτι για να πέσει η κυβέρνηση».
Μέχρι αυτό το σημείο φοβόμουν να τον ρωτήσω αν μπορούσα να τον βγάλω φωτογραφία. Δεν είμαι σίγουρος αν θα αντιδρούσε αρνητικά. Δεν ήθελα να είμαι τόσο τυπικός “Αμερικανός”. Αλλά έπρεπε να το κάνω.
«Διονύση συμφωνείς να σε φωτογραφίσω;», τον ρώτησα. Εκείνος γεμάτος χαμόγελο μου απάντησε «ναι, φυσικά, Τόμπι, αν θέλεις». «Ξέρεις», του είπα, «όταν δείξω αυτή τη φωτογραφία στους φίλους μου και τους πω αυτή την ιστορία θα σε σέβονται πραγματικά για ό,τι έχεις κάνει. Ο αντάρτης, ο Φιντέλ Κάστρο, ο Τσε Γκεβάρα».
Που βρίσκονται όλοι εκείνοι που έχουν στους τοίχους τους αφίσες του Μαρξ και του Λένιν, διαβάζουν τον Μάο, φορούν περιβραχιόνια μιλώντας για επανάσταση, όταν ξεκινάει το πρόβλημα; Είναι τόσοι πολλοί απλά πρόκειται για «επαναστάτες της κρεβατοκάμαρας». Είναι αστείο όλο αυτό.
Ο ήλιος άρχισε να δύει και κρυβόταν μέσα στα βουνά οπότε περπατήσαμε προς το σπίτι. Ήμασταν ακριβώς στην ώρα μας για να πάρουμε μέρος στο απογευματινό άρμεγμα των κατσικιών. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα σε δράση όλη την οικογένεια. Και οι πέντε μας στριμωχτήκαμε στον αχυρώνα όπου βρίσκονταν πάνω από εκατό ζώα.
Ο βοσκός και η σύζυγός του έκαναν το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς ενώ ο γιος τους Γρηγόρης έπαιζε. Ο Διονύσης και εγώ τους παρακολουθούσαμε. Καθώς έβλεπα τον Γρηγόρη να περνάει έτσι τον καιρό του προσπάθησα να φανταστώ πώς θα ήταν να είσαι παιδί το οποίο ζει σε αυτούς τους λόφους.
Ο μικρός ένα μέρος του χρόνου ζει με τη μητέρα του στο χωριό, ενώ ο πατέρας του μένει στα βουνά με τις κατσίκες. Τον υπόλοιπο χρόνο πρέπει και αυτός να ζήσει με τα ζώα. Όπως κάθε παιδί φαινόταν να προσπαθεί να αξιοποιήσει στο έπακρο την μοναχική και απομονωμένη βουνίσια ζωή του. Όμως θα μπορούσε κανείς να δει ξεκάθαρα πώς αυτή η ζωή τον “έπνιγε”. «Η ζωή του Γρηγόρη εδώ δεν είναι εύκολη. Αυτό τον καιρό μπορεί να παίζει μόνο με τις κατσίκες και στη νοοτροπία έχει γίνει σαν ένα ζώο», συμπλήρωσε ο Διονύσης.
Κάθε μέρα που ήμουν εκεί, ακριβώς στις 16:00 το απόγευμα ο Γρηγόρης ξεσπούσε σε ένα άγριο χαχανητό και γελούσε ουρλιάζοντας. Ο μικρός καθόταν δίπλα στον Διονύση και εμένα ακούγοντας μας να μιλάμε στα αγγλικά. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι ήταν όλα αυτά που λέγαμε. Μετά το άρμεγμα των κατσικιών, δοκίμασα λίγο από το ζεστό κατσικίσιο γάλα και όλοι συγκεντρώθηκαν περιμένοντας την αντίδραση του ξένου. Παρά τη γεύση του,δεν μπορούσα παρά να χαμογελάσω. Αυτό ήταν που ήθελαν και ήταν αρκετό για έναν πανηγυρισμό.
Δεν χρειάζονται πολλά για να πυροδοτήσουν έναν πανηγυρισμό στην Ελλάδα. Αυτή είναι η αξιοπρέπειακαι η εκτίμηση της ζωής. Τέτοια ζεστασιά και φιλοξενία είναι περιορισμένη σεσύγκριση με τον τρόπο ζωής που γνωρίζωκαι επίσης είναι τόσο αυθόρμητη και τόσο αξιοπρεπής. Καταπληκτικά τα πράγματα που βλέπει και σκέφτεται κάποιος και αισθάνεται όταν βγαίνει έξω από τη γυναικεία μήτρα. Όλοι καθίσαμε και φάγαμε μακαρόνια και τυρί φέτα ενώ ήπιαμε κρασί. Σήκωσα το ποτήρι μου και έκανα μία πρόποση στην υγειά της «επανάστασης». Όλοι χαμογέλασαν με όσα είπα και ο Διονύσης μου έκλεισε το μάτι.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα εκκωφαντικό μπαμ στο παράθυρο ακριβώς πίσω από το κεφάλι μου το οποίο έπεσε ενστικτωδώς στην κορυφή του τραπεζιού. Ο Διονύσης έσκυψε στο πάτωμα και άρπαξε το ντουφέκι του.
Έπρεπε να σκεφτώ για ένα δευτερόλεπτο και να βεβαιωθώ ότι δεν με πυροβόλησαν. Έσκυψε χαμηλά και έτρεξε στην πόρτα. Δίστασε λίγο και στη συνέχεια γλίστρησε έξω στο σκοτάδι. Χριστέ μου, σκέφτηκα, «που έμπλεξα τώρα;» και φαντάστηκα τρελά σενάρια με ελεύθερους σκοπευτές στα δέντρα και τανκς να κυλούν κάτω από το δρόμο.
Τα λεπτά φαίνονταν σαν χρόνια πριν σπάσει η σιωπή και ο Διονύσης επιστρέψει στην πόρτα με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Οι κατσίκες περνούσαν από το παράθυρο στο δρόμο πίσω από τα χωράφια. Μία από αυτές πρέπει να κλώτσησε ένα βράχο στο τζάμι. Λυπάμαι που φοβήθηκες Τόμπι», μου είπε.
Η καρδιά μου ακόμα χτυπούσε καθώς ο Διονύσης ακουμπούσε το όπλο στο πάτωμα και ξεκινήσαμε και πάλι να τρώμε. Από όλα τα πράγματα που είχε αναγκαστεί να παρατήσει, η ηρεμία του μυαλού του ήταν το σπουδαιότερο πράγμα που είχε κρατήσει.
Ζούσε κάθε στιγμή σε φόβο για τη ζωή του, άγρυπνος, παρανοϊκός, πάντα έτοιμος να ξεφύγει ξανά ή να συλληφθεί. Να ξέρει πόσο αθώος και σωστός ήταν καθώς επίσης και ότι ήταν κυνηγημένος, ότι ήταν καταζητούμενος νεκρός ή ζωντανός… «Γιατί πρέπει να ζεις έτσι;», τον ρώτησα. «Ποιοι είναι “αυτοί” που θέλουν να σε πιάσουν;. Γιατί οι αλλαγές που θέλεις για την Ελλάδα είναι τέτοια απειλή για αυτούς;», ήταν η δεύτερη ερώτησή μου.
Τότε εκείνος μου απάντησε τα εξής: «Λοιπόν, ξέρεις Τόμπι, η πηγή των προβλημάτων μας τώρα είναι η αμερικανική κυβέρνηση. Επίσης η πηγή των προβλημάτων πολλών ανθρώπων του τρίτου κόσμου είναι είτε οι ΗΠΑ είτε οι ρωσικές κυβερνήσεις. Είναι πολύ δύσκολο για τους ανθρώπους μιας σχετικά φτωχής χώρας να έχουν μεγάλη επιρροή σε μια κυβέρνηση που λαμβάνει εκατομμύρια δολάρια ετησίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μερικά από αυτά τα χρήματα βοηθούν στην κατασκευή γεφυρών, δρόμων και εργοστασίων παραγωγής ενέργειας αλλά με το μεγαλύτερο μέρος αγοράζει στρατιωτικό εξοπλισμό. Όλα τα χρήματα προορίζονται για να βοηθήσουν στη διατήρηση της τάξης καθώς και την χώρα – φίλη προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, και ως εκ τούτου πολλά από αυτά πρέπει να στραφούν προς την προπαγάνδα και τον έλεγχο της διαφωνίας, τη διατήρηση των φυλακών κ.λπ. Η παρουσία του ΝΑΤΟ στην Ελλάδα και η στρατηγική μας θέση κάνει την Ελλάδα ζωτικής σημασίας για την άμυνα της Δύσης και την Αμερικανική “αυτοκρατορία”. Έχεις δει την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα; Το τεράστιο λευκό συγκρότημα, τον αριθμό των μεγάλων μαύρων λιμουζινών, τους φράχτες, τους φρουρούς και τα όπλα; Είναι η CIA που διαχειρίζεται αυτή τη χώρα εδώ και χρόνι. Αυτή παίρνει τις μεγάλες αποφάσεις μέχρι σήμερα.
Το 1967 ο ελληνικός λαός ήταν όλο και περισσότερο δυσαρεστημένος με την κυβέρνηση. Ταυτόχρονα ξέσπασε ένας πόλεμος στη Μέση Ανατολή. Η χώρα σου χρειάζεται την Ελλάδα στρατηγικά περισσότερο από ποτέ, όποτε αντιμετωπίζει την πιθανότητα να χάσει τη Μέση Ανατολή. Έτσι η CIA υποστήριξε το πραξικόπημα του ’67 στην Αθήνα που ανέτρεψε την παλιά κυβέρνηση. Οι στρατηγοί πήραν αυτό που ήθελαν, η λαϊκή δυσαρέσκεια καταλάγιασε για λίγο και η κυβέρνησή σου πήρε την στερεή σταθερότητα που ήθελε. Χωρίς αποφάσεις στην Ουάσινγκτον, χωρίς υποστήριξη και χρήματα της CIA, κανένα πραξικόπημα δεν μπορεί να πετύχει στην Ελλάδα.
Τον Οκτώβριο του 1973 ξέσπασε ένας άλλος πόλεμος στη Μέση Ανατολή. Ακόμα υπάρχει αστάθεια στην Ελλάδα, οι μαθητές υποκινούν μια επανάσταση. Τον Νοέμβριο, ο Παπαδόπουλος έκανε το λάθος να στείλει έξω τα τανκς για την αποκατάσταση της τάξης και εκατό άτομα σφαγιάζονται. Είναι κακές δημόσιες σχέσεις για την κυβέρνηση των ΗΠΑ να υποστηρίξει έναν δολοφόνο και έτσι η CIA και οι νέοι στρατηγοί είχαν μια δικαιολογία για να “σφίξουν” τα λουριά ξανά στο όνομα της τάξης».
«Και έτσι», απάντησα, «σε όλο τον κόσμο, στο όνομα της ελευθερίας και της δημοκρατίας, η κυβέρνησή μου σκοτώνει τους ανθρώπους που έχουν ένα όραμα της ελευθερίας που είναι διαφορετικό ή εχθρικό στην παρέμβαση των Η.Π.Α στο Βιετνάμ, στην Κορέα, στη Χιλή, στην Ελλάδα; Πραγματικά Διονύση, μπορείς εσύ ή εγώ να κάνουμε κάτι για να το αλλάξουμε;»
«Να πολεμήσουμε και να ελπίζουμε ότι και οι άλλοι θα πολεμήσουν. Καθένας από εμάς με τον δικό του τρόπο. Τα δύο κορυφαία αιτήματα του φοιτητικού μανιφέστου που συντάξαμε ήταν πρώτον, η απόσυρση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και η απόσυρση των ΗΠΑ από την Ελλάδα, και δεύτερον η άμεση εκτέλεση των κορυφαίων πενήντα στρατιωτικών στην Ελλάδα και των οικογενειών τους. Ναι ξέρω ότι σου ακούγεται σκληρό, ξέρω ότι είναι σκληρό, αλλά οι φοιτητές έχουν αποφασίσει ότι δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική μακροχρόνια ελπίδα χωρίς την κάθαρση μιας τέτοιας νοοτροπίας από την κοινωνία», μου έλεγε ο Διονύσης. (σ.σ Οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος οδηγήθηκαν σε δίκη το καλοκαίρι του 1975. Αν και αρχικά καταδικάστηκαν σε στρατιωτική καθαίρεση και θάνατο η ποινή τους μετατράπηκε σε ισόβια, ενώ οι βασανιστές καταδικάστηκαν σε πολυετείς καθείρξεις. Επίσης η Ελλάδα δεν αποσύρθηκε ποτέ από το ΝΑΤΟ).
Καθώς κουλουριαζόμουν στον υπνόσακο στο κρύο πέτρινο πάτωμα το κεφάλι μου γύριζε γύρω από αυτή τη συζήτηση. Κοίταξα τα κόκκινα κάρβουνα της εξασθενημένης φωτιάς. Ο Διονύσης πήγε για ύπνο με το όπλο του στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι του, ελπίζοντας ότι δεν θα ξυπνούσαμε από τα σκυλιά που «μιλούν» μέσα στη νύχτα.
Προσπάθησα και συνεχίζω να προσπαθώ να βάλω σε μία σειρά τα συναισθήματά μου για τη σχέση μεταξύ ενός ατόμου και ενός κόσμου που είναι παράφρων με την έννοια της εξουσίας. Ναι, έτσι είναι και συνεχίζεται από την αρχή του χρόνου. Άνθρωποι σκοτώνουν ο ένας τον άλλον για τη χρήση ενός ποταμού, ή την ιδιοκτησία ενός χωραφιού ή ενός σεντουκιού γεμάτο χρυσό ή μια χώρα γεμάτη πετρέλαιο, ή για το δικαίωμα κυριαρχίας αυτών των εκατομμυρίων ανθρώπων ή εκείνων των εκατομμυρίων ανθρώπων. Ή απλά σκοτώνοντας ένα εκατομμύριο ανθρώπους αν μπουν εμπόδιο στο δρόμο τους. Λένιν, Στάλιν, Χίτλερ, Μάο. Εκατομμύρια. Ενας. Μία δολοφονία. Ένα βασανιστήριο. Ο Διονύσης. Εγώ; Μου φαίνεται τρελό, είναι τρελό.
Το επόμενο πρωί καθώς περπατήσαμε μαζί στην πόλη, ο Διονύσης μου είπε ότι είχαν συλλάβει την κοπέλα του λίγες εβδομάδες πριν ελπίζοντας να ανακαλύψουν πού κρυβόταν. «Ήξερε πού είσαι;», τον ρώτησα. «Όχι. Τους το είπε και φυσικά δεν την πίστευαν. Έτσι προσπάθησαν να την κάνουν να τους πει. Μου λένε ότι τώρα είναι ένα διαφορετικό άτομο. Την χτύπησαν πολύ άσχημα. Ούτε καν φαίνεται η ίδια», μου απάντησε.
Περπατήσαμε αργά, γιατί αργός ήταν ο ρυθμός της ζωής στην Κρήτη και τον ρώτησα «είσαι σίγουρος ότι μπορείς να έρθεις στην πόλη μαζί μου;». Εκείνος μου απάντησε θετικά. «Ναι, Τόμπι. Ξέρω ποιοι είναι οι δύο αστυνομικοί στην Αγία Γαλήνη και είναι πολύ βλάκες για να με αναγνωρίσουν. Θα μιλάω μόνο αγγλικά και θα προσποιούμαι ότι είμαι τουρίστας. Πρέπει να φεύγω από τα βουνά για λίγο αλλιώς θα τρελαθώ. Εκτός αυτού χρειάζομαι τσιγάρα».
Περπατήσαμε στο νερό, έξω στην προβλήτα του χωριού. Ήταν ένα καθαρό ζεστό πρωινό και ήξερα ότι σύντομα θα έλεγα αντίο στον νέο μου φίλο. Ήθελα τόσο πολύ να μπορέσω να τον βοηθήσω. Ίσως να μην τον έβλεπα ποτέ ξανά. Παρά τα καλά πράγματα που συμβαίνουν εκεί έξω «στο δρόμο», ενώ κάποιος ταξιδεύει και τον φυσούν οι μαγικοί και μυστηριώδεις άνεμοι της μοίρας, όταν έρχεται ο χρόνος για τους αποχαιρετισμούς ο πόνος πραγματικά κάνει κάποιον να αναρωτιέται αν αξίζει τον κόπο η προσπάθεια…C’est la vie.
Οι ψαράδες ξεφόρτωναν τις ψαριές της προηγούμενης νύχτας. Η Μεσόγειος έλαμπε στον ήλιο νωρίς το πρωί, το νερό της ήταν ένα βαθύ γαλαζοπράσινο – το πιο πολύχρωμο νερό που έχω δει. Ενα χταπόδι ρίχτηκε στην προβλήτα μπροστά από τα πόδια μου. Είδα πέντε γέρους μουστακαλήδες ψαράδες μετο ξηρό καφέ δέρμα τους σκληρυμένο από τόσες μέρες στον λαμπρό ήλιο. Ήταν οι ίδιοι άνδρες που έπινα και χόρευα μαζί τους λίγες νύχτες πριν συναντήσω τον Διονύση. Τέτοια ενέργεια, τέτοια ζωή, τέτοια απόλαυση της ζωής. Αυτό που τους ένοιαζε ήταν να είναι ελεύθεροι. Δεν ήθελαν και ούτε νοιάζονταν να «ρίξουν τη βάρκα στα βράχια».
Όπως και για τον βοσκό και την γυναίκα του η πολιτική δεν έπαιζε κανένα ρόλο στη ζωή τους. Δεν θα επαναστατούσαν και δεν θα βασανίζονταν. Μέσα στα όρια της απλής ζωής ήταν εντελώς ελεύθεροι και ικανοποιημένοι. Ήταν ελεύθεροι και έτσι δεν υπήρχε ανάγκη να πεθάνουν για την ελευθερία.
«Τι θα κάνεις τώρα, Διονύση;» τον ρώτησα καθώς περπατούσαμε πίσω στην πόλη. «Νομίζω ότι το μόνο που μπορώ να κάνω τώρα είναι να περιμένω. Ίσως να μπορέσω να πάρω μία από αυτές τις βάρκες και να φύγω στη Σικελία ή τη Λιβύη. Πιθανότατα θα περάσω τις μέρες μου μέχρι να πέσει η κυβέρνηση. Μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε μέρα. Πρέπει να συμβεί κάποια μέρα», ήταν η απάντηση που μου έδωσε.
Περπατήσαμε στο απότομο μονοπάτι έξω από το χωριό για να πούμε εκείνο το τελευταίο αντίο. Ευχήθηκε ο ένας στον άλλον καλή τύχη. Δεν θα με άφηνε να πω «σε ευχαριστώ», διδάσκοντας ότι δεν είναι απαραίτητο όταν κάποιος εκφράζει την εκτίμηση της ζωής και την ευγνωμοσύνη για τα πράγματα που δίνονται σε κάθε βήμα του ταξιδιού κάποιου. Γύρισε και κατευθύνθηκε αργά πίσω στα βουνά, πίσω στον αγώνα, πίσω στον φόβο…
Φωτιά σε κατάστημα με στρώματα στον Πειραιά
Τις τελευταίες δυο εβδομάδες κλείστηκαν 192 χιλιάδες ραντεβού για την 1η δόση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
“Esploratore. Appassionato di bacon. Social mediaholic. Introverso. Gamer. Studente esasperatamente umile.”